- σκότος
- -ους, το / σκότος, -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, -ου, ὁ Α1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῡ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῡ σκότους», ΠΔγ. «αὐτάρ Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ' αἶψα», Ομ. Οδ.)2. μτφ. άγνοια, έλλειψη πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, απουσία προόδου (α. «βρίσκεται στο σκότος τής αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη τής βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾱς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.δ. «σκότος καλεῑ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)3. ασάφεια, μυστήριο (α. «σκότος πυκνό καλύπτει την υπόθεση τής δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα σκότος τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)νεοελλ.1. στον πληθ. τα σκότητο έρεβος τού θανάτου, ο Άδης («μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)2. φρ. «το αιώνιο σκότος»α) η κατάσταση τού τυφλού, η τυφλότηταβ) θάνατοςμσν.-αρχ.1. η νύχτα («ὑπὸ δὲ τούτου τοῡ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)2. (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η αρχή, η δύναμη, ο θεός τού κακού, το κακό, σε αντιδιαστολή με το φώς που είναι η αρχή τού καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ ὄνομα θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ σκότος...», Ηγεμόν.)3. η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ σκότος τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)4. η πλάνη, η ασέβεια, ο αθεϊσμός («σκότος ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)5. οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «σκότος ἐνταῡθα πάλιν τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.β. «ἔργα δὲ τοῡ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)6. οι κακοτυχίες, οι συμφορές («σκότος... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)7. φρ. «ὁ ἄρχων τοῡ σκότους» — ο σατανάς (Μεθόδ. Ολ.)αρχ.1. ο θάνατος («τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («ἐπεὶ κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)3. η ανυπαρξία πριν από τη γέννηση, το σκοτάδι τής μήτρας («ἀλλ' οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον», Αισχύλ.)4. έλλειψη οράσεως, τυφλότητα («βλέποντα νῡν μὲν ὄρθ' ἔπειτα δὲ σκότον», Σοφ.)5. ζάλη, σκοτοδίνη, ίλιγγος («μετὰ δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῑκες βαρύνονται τὸ σῶμα πᾱν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», Αριστοτ.)6. το σκοτεινό μέρος, η σκιά εικόνας7. δόλος, σκοτεινή διάθεση («τὸ δὲ μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης λαθραίως γιγνόμενον», Πλάτ.)8. (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) σκοτεινός, μυστηριώδης («Μητρότιμος ὁ σκότος», Ιππων.)9. φρ. «σκότον ἔχω» — ζω, υπάρχω στο σκοτάδι τής αφάνειας και τής ασημότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκότος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *skot- με σημ. «σκιά, σκοτάδι» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., πρβλ. τα: γοτθ. skadus, αρχ. άνω γερμ. scato (< *skadu-) και αρχ. ιρλδ. scāth (< *skōto), καθώς και τα νεώτερα: αγγλ. shade, shadow και γερμ. Schaten. Η λ. σκότος απαντά σε αρσ. γένος στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, μάλλον για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. γένος τού τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τού αντώνυμου φάος, χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς σήμερα. Η λ. σκότος, τέλος, αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το σκοτάδι: δνόφος, ζόφος, κνέφας].
Dictionary of Greek. 2013.